Τα Ρωμαϊκά Λουτρά
Ιστορική διαδρομή-Θέρμες
Οι θέρμες, συγκροτήματα λουτρών, εμφανίζονται στις ρωμαϊκές επαρχίες κατά το τελευταίο τέταρτο του 1ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για κατασκευές μεγάλων διαστάσεων, που ανταποκρίνονται καταρχήν σε μία κοινωνική ανάγκη, καθώς οι πολίτες μπορούσαν να περάσουν εκεί ευχάριστα τις ελεύθερες ώρες τους με σωματική άσκηση, αλλά και με διαλέξεις ή διάβασμα. Αποτελούσαν τρόπον τινά τις λέσχες της εποχής εκείνης και ήταν κομμάτι της καθημερινής ζωής όχι μόνο των εύπορων κοινωνικών στρωμάτων αλλά και των φτωχότερων τάξεων. Υπήρχαν δημόσιες Θέρμες και η είσοδος αντιστοιχούσε σε ένα μικρό χρηματικό ποσό, καθώς και ιδιωτικές σε αστικές βίλες αριστοκρατών. Οι δημόσιες θέρμες λειτουργούσαν από το πρωί και συγκεκριμένες ώρες δέχονταν και γυναίκες.
Κύριοι χώροι των θερμών.
- Το spogliatoio (αποδυτήριο)
- Το caldarium, που χαρακτηρίζονταν από καμπύλα στοιχεία, ήταν μία «θερμή αίθουσα», απαραίτητο στοιχείο της οποίας ήταν η ύπαρξη πισίνας. Προσανατολισμένο στα νοτιοδυτικά, ώστε να εκμεταλλεύεται τη θερμότητα του μεσημεριανού ήλιου.
- Το tepidarium, εφοδιασμένο με εγκαταστάσεις που παρείχαν μία σχετική θέρμανση, μπορούσε να έχει μία ή περισσότερες πισίνες με χλιαρό νερό.
- Το frigidarium, το οποίο δεν αποτελούσε ανεξάρτητο χώρο. Χαρακτηριζόταν από τη μεγάλη αίθουσα τύπου «Βασιλικής», που διαιρείτο σε τρεις επιμέρους χώρους.
Αποτελούσε πέρασμα και σημείο συναναστροφής για τους λουόμενους. Ήταν εφοδιασμένο με δεξαμενές κρύου νερού και επικοινωνούσε μέσω ενός ανοιχτού πλεύρου με το natatio, μαζί με τα οποία συμπλήρωνε το λειτουργικό τμήμα του κρύου λουτρού.
- Το natatio ήταν ένας ορθογώνιος ακάλυπτος χώρος που περιλάμβανε την πισίνα.
- Η παλαίστρα, το γυμναστήριο, ήταν συνήθως ένας ανοιχτός χώρος. Περιμετρικά της ήταν τοποθετημένοι κίονες και σε αυτούς εφάπτονταν οι βοηθητικοί χώροι για την άθληση των επισκεπτών του λουτρού.
Ρωμαϊκά Λουτρά στον ελλαδικό χώρο.
Ρωμαϊκά λουτρά στην Αθήνα:
Το βαλανείο (λουτρό) των ρωμαϊκών χρόνων, που βρίσκεται στην περιοχή του Ζαππείου αναπτύσσεται χώρο πλάτους 21 μέτρων, μεταξύ δύο μεγάλων σε μήκος και ύψος τοίχων, Συνεχίζεται τόσο προς τα ανατολικά, μέσα στον Εθνικό Κήπο, όσο και προς τα δυτικά, στο κατάστρωμα της λεωφόρου Αμαλίας και περιλαμβάνει δύο αίθουσες με υπόκαυστα, δύο εστίες πυροδότησης (praefurnia) και εννέα δεξαμενές.Η μεγαλύτερη αίθουσα φέρει 15 στυλίσκους υποκαύστων, άλλοτε κυλινδρικών, άλλοτε ορθογωνίων και διαχωριστικά τοιχία. Πρόκειται για την αίθουσα των καυτών λουτρών (caldarium). Αμέσως βόρεια ανοίγεται άλλος επιμήκης υπόκαυστος χώρος, που το δάπεδό του στηριζόταν σε 17 μαρμάρινους επιτύμβιους κιονίσκους. Πρόκειται για την αίθουσα των χλιαρών λουτρών (tepidarium). Οι δύο εστίες πυροδότησης συνδέονται με την αίθουσα των καυτών λουτρών με υπόγειες αψιδωτές διόδους. . Στους τοίχους των δεξαμενών κατακόρυφα ανοίγματα εξασφάλιζαν εξαερισμό, αλλά και θέρμανση των ίδιων των τοίχων. Σ' αυτή τη φάση ανήκει μεγάλη ορθογώνια δεξαμενή επιμελημένης κατασκευής με παχύ υδραυλικό κονίαμα εσωτερικά και μαρμάρινες πλάκες εξωτερικά, η οποία μέσω δύο οπών, διοχέτευε νερό σε δύο μαρμάρινες λεκάνες που βρέθηκαν στη θέση τους.
Στους βυζαντινούς χρόνους πήλινοι πίθοι για αποθήκευση σιτηρών σφηνώνονται στα δάπεδα των δωματίων του λουτρού.
Ρωμαϊκά λουτρά στην Θεσσαλονίκη (βιντεο):
Η Κρύπτη του Ναού του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη αναφέρεται στο σύμπλεγμα στοών και διαδρόμων, οι οποίοι υποβαστάζονται από ισχυρούς στύλους κάτω από το Ιερό Βήμα και αποτελούσε το ανατολικό τμήμα του Ρωμαϊκού λουτρού. Στη ρωμαϊκή περίοδο ο χώρος ήταν ισόγειο και το λουτρό στο σημείο αυτό διώροφο, λόγω της κλίσης του εδάφους. Στην τελευταία ρωμαϊκή φάση το κτίσμα είχε στο κέντρο κρήνη με πέντε κόγχες, που πλαισιώνονταν από στοές.Τον 5ο αι. μετά την ίδρυση του πρώτου μεγάλου Ναού το ισόγειο διαμέρισμα των λουτρών ενσωματώνεται στον ήδη υπάρχοντα χώρο ως χώρος του Μαρτυρίου και Κρύπτη.
Ρωμαϊκά Λουτρά στην περιοχή της Νέας Αγχιάλου Μαγνησίας.
Τα αρχαία ευρήματα αποδεικνύουν τη συνεχή ανθρώπινη παρουσία από τα νεολιθικά χρόνια μέχρι και σήμερα. Στο χώρο που απλώνεται η σημερινή κωμόπολη, της Νέας Αγχιάλου άκμασαν τα παλαιότερα χρόνια δύο πόλεις, η Πύρασος και οι χριστιανικές Φθιώτιδες Θήβες. Η ευλίμενος Πύρασος, όπως την αναφέρει ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων, στα κλασικά και μεταγενέστερα χρόνια ήταν το επίνειο των ελληνιστικών Φθιώτιδων Θηβών.
Στις αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν βρεθεί απομεινάρια μεγάλων οικιών, λείψανα τοιχοποιίας, κεραμικά σκεύη από την κλασική, τη γεωμετρική έως και τη νεολιθική εποχή.
Από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής θεωρούνται οι πολλές βασιλικές που ανέδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη και οι οποίες τοποθετούνται χρονολογικά στον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτών των κατασκευών είναι τα ενδιαφέροντα ψηφιδωτά δάπεδα.
Μέχρι σήμερα έχουν προσδιοριστεί 10 σημαντικά μνημεία της αρχαίας πόλης:
- η ακρόπολη της Πυράσου
- η βασιλική του Ελπιδίου
- το συγκρότημα των δημοσίων κτηρίων
- το επισκοπικό μέγαρο
- η βασιλική του Αγίου Δημητρίου
- υπόκαυστο λουτρό
- γυμνάσιο και λουτρό
- πλακόστρωτη λεωφόρος με κατάστημα "έμβολος" της βασιλικής
- έπαυλη
- βασιλική του αρχιερέως Πέτρου.
Υπόκαυστο
Σύστημα υποδαπέδιας θέρμανσης στις ρωμαϊκές λουτρικές εγκαταστάσεις (Θέρμες), όπου ζεστός αέρας και καπνός κυκλοφορούσαν σε ένα υπόγειο χώρο κάτω από το πάτωμα/δάπεδο των λουτρικών χώρων.
Λειτουργία συστήματος
Στις αίθουσες του θερμού λουτρού(«θερμόν») η θερμότητα διοχετευόταν από έναν θερμαντικό κλίβανο (praefurnium) και από τα υπόκαυστα. Το σύστημα των υπόκαυστων κατασκευαζόταν συνήθως από σειρές κιονίσκων (με τη χρήση τετράγωνων τούβλων), διατομής περίπου 20x20 εκ. και ύψους 70-90 εκ., που τοποθετούνταν ανά αποστάσεις 60 εκ. Στο πάχος της τοιχοποιίας τοποθετούνταν κατά την κατασκευή των θερμών πήλινοι σωλήνες διαστάσεων από 8,5x13 cm μέχρι 14x24cm, οι λεγόμενοι tubuli, που διοχέτευαν τον καπνό από τα υπόκαυστα στον εξωτερικό χώρο. Στην κατασκευή των υπόκαυστων βασικό μέλος αποτελούσαν κεραμικά πλακίδια τετραγωνικής κάτοψης ή ορθογώνιας κάτοψης, που φέρουν στις τέσσερεις γωνίες τους μαστοειδείς απολήξεις, tegulae mammatae. Τα ειδικά αυτά στοιχεία δίνουν τη δυνατότητα ύπαρξης κενού ανάμεσα στις δύο επιφάνειες της τοιχοποιίας, μέσω του οποίου διαχέεται ο καπνός από τα υπόκαυστα.
Υπόκαυστο Λουτρό Ν. Αγχιάλου
Το Υπόκαυστο Λουτρό στα νοτιοανατολικά της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, αποτελείται από παλαίστρα – γυμνάσιο, αποδυτήριο, έναν ψυχρό χώρο (frigitarium), έναν χλιαρό (tepidarium) και έναν θερμό (caldarium). Το λουτρό που βρίσκεται σε απόσταση 60 μέτρων ΝΑ της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, το οποίο αποτελείται από δύο συνεχόμενες αίθουσες υποκαύστου, (υπόγειοι χώροι δηλαδή απ' όπου διοχετεύονταν ο θερμός αέρας), από τις οποίες η βόρεια έχει δυτικά τον κλίβανο. Και στις δύο αίθουσες διασώζονται χαμηλά στηρίγματα πάνω στα οποία στηρίζονταν το δάπεδο του κάτω ορόφου, ενώ στην διάρκεια των ανασκαφών περισυλλέχθηκαν κεραμικά τούβλα με μαστοειδείς αποφύσεις και άλλες με οπές, στοιχείο που χαρακτηρίζει γενικότερα τις θέρμες των ρωμαϊκών χρόνων. Επιπροσθέτως, αποκαλύφτηκαν λουτρά συνεχόμενα προς την δεξιά αίθουσα, καθώς και τετράγωνος χώρος που ήταν πιθανώς αποδυτήριο. Το εύρημα θεωρείται σύγχρονο της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου και οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν την τριετία 1954, 1955, 1956 από τον Γ. Σωτηρίου και το 1973 από τον Π. Λαζαρίδη, απέδωσαν σημαντικούς καρπούς.
Παλαιοχριστιανικό Λουτρό Ν. Αγχιάλου
Το σύμπλεγμα παλαιοχριστιανικού λουτρού που αποκαλύφθηκε στην ΒΔ γωνία και σε απόσταση 6 μ. από την βασιλική Αγίου Δημητρίου, αποτελείται, αντίστοιχα, από πέντε κυρίως διαμερίσματα, από τα οποία το ένα είναι κυκλικό στεγαζόμενο προφανώς με τρούλο. Η είσοδος στον χώρο επιτυγχάνονταν από τη βόρεια πλευρά μέσω της πόρτας που συγκοινωνεί με διαμέρισμα, το οποίο ήταν προφανώς το αποδυτήριο. Το λουτρό βρέθηκε σε ύψος 1,50 μ. και διατηρεί στα περισσότερα σημεία τα δάπεδα, τα υπόκαυστα, τις θέσεις των καμίνων και το σύστημα της διοχέτευσης του νερού και του θερμού αέρα, καθώς και τους σωλήνες αποχέτευσης. Τα διαμερίσματα που έχουν αποκαλυφτεί, αντιστοιχούν με τα παρόμοια των ρωμαϊκών θερμών, δηλαδή προσέφεραν χλιαρό λουτρό, θερμό λουτρό, ιδρωτήριο κ.λ.π. Πρόκειται για σημαντικό εύρημα, διότι σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση και συνδέεται με τη βασιλική, στην οποία διοχετεύει ψυχρό και θερμό νερό στην κρήνη, προφανώς δε και στο βαπτιστήριον και στο σκευοφυλάκιο, γεγονός το οποίο μαρτυρά η κατεύθυνση των σωλήνων. Το 1990 αποκαλύφθηκε η αίθουσα πιθανώς του ψυχρού χώρου.
Το κυκλικό κτίσμα εξωτερικά είναι οκτάπλευρο και εσωτερικά, σε κάθε πλευρά, σχηματίζεται μια τετράγωνη κόγχη. Μεταξύ δύο κογχών υπάρχει συμπαγής τοιχοποιία σε τριγωνικό σχήμα, η κορυφή της οποίας διαμορφώνεται σε αμβλεία γωνία προς τα μέσα. Με αυτό τον τρόπο σχηματίζονται οκτώ στηρίγματα, στα οποία πατούσε προφανώς ημισφαιρικός θόλος, ενώ στις κόγχες σώζονται ίχνη πιθανώς καθισμάτων.
Το δάπεδο ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου ενώ σήμερα διατηρείται το υπόστρωμα των πλακών. Στο κτίριο ανοίγονται τρεις θύρες στις αντίστοιχες ισάριθμες τρεις κόγχες του νότιου μισού, η μεσαία των οποίων επικοινωνεί μέσω μικρού διαμερίσματος με το λουτρό. Νοτιοδυτικά της αίθουσας του ψυχρού, αποκαλύφθηκε ακόμη ένας χώρος, το δάπεδο του οποίου βρίσκεται σε βάθος 1,71 μ. και αποτελείται από πήλινες πλάκες διαστάσεων 0.27 χ 0.35 μ. Ανατολικά της αίθουσας του ψυχρού λουτρού, αποκαλύφτηκαν και άλλα τμήματα αγωγών από στρογγυλούς πήλινους σωλήνες, καθώς και κτιστών σκεπασμένων με πλάκες, που μετέφεραν το νερό από το κεντρικό υδραγωγείο, που βρίσκεται στο λόφο, δυτικά του λόφου της αρχαίας Πυράσου, και τροφοδοτούσε το υπόκαυστο, το βαπτιστήριον και την κρήνη στο αίθριο της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου. Το λουτρό που βρίσκεται στην Β.Δ. γωνία της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, ανασκάφτηκε το 1926 και το 1935 από τον Γ. Σωτηρίου και το 1990 από την νυν προϊσταμένη της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Ασπα Ντίνα.